ἐπισπεύσῃς

ἐπισπεύσῃς
ἐπισπάω
draw
pres part act fem dat pl (epic ionic)
ἐπισπεύδω
urge on
aor subj act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ανταλλαγή — Η αλλαγή ενός πράγματος με έναάλλο. Στις πρωτόγονες οικονομίες, τα οικονομικά αγαθά ανταλλάσσονται πάντοτε μεταξύ τους (ο ψαράς προσφέρει τα ψάρια του στον αγρότη και παίρνει ως αντάλλαγμα σιτάρι), χωρίς προσφυγή στον ενδιάμεσο ρόλο του χρήματος …   Dictionary of Greek

  • Χαραλάμπης — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ιερέας, ο οποίος καταγόταν από τη Μαγνησία. Επί Σεπτίμιου Σεβήρου (193 – 210) διαπομπεύτηκε στους δρόμους της πόλης, όπου τον έσερναν με χαλινάρι και, τέλος, τον αποκεφάλισαν μαζί με τους δήμιους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”